- στολίστρα
- η / στολίστρια, ΝΜαυτή που στολίζει, που καλλωπίζει (α. «πέμπουν το γληγορύτερο στολίστρα να τή ντύση», Ερωτόκρ.β. «αἱ τῆς ψυχῆς στολίστριαι καὶ τοῡ νοὸς λαμπάδες», Κ. Μανασσ.)νεοελλ.γυναίκα που σαβανώνει νεκρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < στολίζω + επίθημα –τρια / -τρα].
Dictionary of Greek. 2013.